Friday, October 5, 2007

”Το μήνυμα … “

του Νικόλα Αλλοτινού


Ξύπνησε κι έτρεξε αμέσως στον υπολογιστή. Σε λίγο θα ήξερε τα πάντα. Ή τουλάχιστον όσα ο ίδιος θεωρούσε «τα πάντα» εκείνο το κυριακάτικο πρωινό του Φθινοπώρου. Ανέκαθεν, άλλωστε, είχε μια διαφορετική αντίληψη για τη σημασία των πραγμάτων, κάτι που τον έκανε από παιδί να νιώθει μετέωρος ανάμεσα στους ανθρώπους... «Στον ακάλυπτο χώρο της ανθρωπότητας», όπως συνήθιζε να λεει με περίσσιο αυτοσαρκασμό, κρυφή ικανοποίηση και πικρή αυτογνωσία...
Παρά το λιγοστό ύπνο, ένιωθε μια απόλυτη έξαρση της νιότης, αν και λίγες ημέρες πριν πίστευε πως τον είχε εγκαταλείψει οριστικά. Η καθημερινότητα κι η ρουτίνα της δουλειάς είχαν αλώσει προ πολλού όνειρα κι ελπίδες, μεταμορφώνοντας τα σε παραπαίουσες ψευδαισθήσεις που αρνούνταν να διαλυθούν. Σήμερα, όμως, στο βλέμμα του είχε σκαλώσει μια αδιόρατη υποψία πως ένα μέρος από τις ζείδωρες επιταγές της νιότης είχε αντίκρισμα...
Είχε σηκωθεί από το κρεβάτι εξαιρετικά ευδιάθετος και ανάλαφρος, κάτι σπάνιο στις πολύβουες και ρυπαρές μεγαλουπόλεις. Σκέφτηκε να ανοίξει αμέσως τον υπολογιστή και να δει τα ηλεκτρονικά μηνύματα, σαν να αναζητούσε τη στοργή της μάνας ή τα θέλγητρα μιας ερωμένης. Ο θαυμαστός κόσμος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου – αν και είχε δυσκολευτεί πολύ να εξοικειωθεί μαζί του – φάνταζε τώρα σαν μια απέραντη θάλασσα. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πατήσει μερικά κουμπιά κι από τα βάθη της να ανασύρει τον πιο πολύτιμο θησαυρό ή σ’ ένα κύμα της να κινήσει για το πιο ποθητό ταξίδι...
Κάρφωσε το βλέμμα στην οθόνη του – σβηστού ακόμη – υπολογιστή με επιμονή αξιοζήλευτη, σαν να μελετούσε στη γυαλιστερή, μαύρη επιφάνεια, κάποιο σημαντικό κεφάλαιο της ζωής του. Όχι πώς ήταν δα τόσο μεγάλος, ούτε πως τα προικιά της Ιστορίας περίσσευαν στις εποχές που ζούσε… Ωστόσο, το μήνυμα που θα λάβαινε ίσως να άνοιγε ή να έκλεινε αμετάκλητα μια πόρτα στην αιωνιότητα....
Η ανέλπιστη, μα και αλησμόνητη προηγούμενη νύχτα, είχε αφήσει στα χείλη του μιαν οικεία αίσθηση απουσίας, αλλά και μια αναζωογονητική προσμονή. Τώρα, όλα αυτά επρόκειτο να επαληθευτούν πανηγυρικά ή οικτρά να διαψευστούν στην οθόνη ενός PC με τη μορφή ενός ηλεκτρονικού μηνύματος.
Με αυτήν την αδυσώπητη σκέψη τινάχτηκε από το κάθισμα σαν να επρόκειτο για ηλεκτρική καρέκλα... Συνειδητοποίησε πως το μήνυμα που θα γέμιζε την οθόνη, θα μπορούσε να είναι η τελική έγκριση εκτέλεσης ή η πολυπόθητη απόδοση χάριτος. «Γιατί να βιαστώ; Ούτως ή άλλως, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον», σκέφτηκε αγέρωχα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.. Θεώρησε αυτονόητο το δικαίωμα να απολαύσει ακόμη έναν καφέ πριν αναμετρηθεί με το μέλλον...
Παραδόξως, η σχεδόν φυσιολογική ακαταστασία του εργένικου σπιτιού, φάνταζε σε πλήρη αρμονία με το δροσερό πρωινό του Οκτώβρη... «Ή και με την ακαταστασία της ζωής μου», σκέφτηκε με έντονη διάθεση αυτοκριτικής, αν και ήξερε πως η ενοχή κι η αμφιβολία θα εξανεμίζονταν με την πρώτη γουλιά του καφέ και την πρώτη ρουφηξιά από το τσιγάρο. Οι βλαβερές συνήθειες του πρωινού έμοιαζαν πάντα πιο επιτακτικές το Φθινόπωρο και την Άνοιξη, όταν η φύση άλλαζε τρόπο να εξηγεί την αλήθεια... Όταν πάντα σχεδίαζε κι εκείνος να αλλάξει ζωή, αλλά η ανεξήγητη λατρεία του στις εποχές της μετάβασης γίνονταν ακράδαντο άλλοθι να συνεχίσει...
Με ανακούφιση διαπίστωσε πως υπήρχε καθαρό φλιτζάνι και με κινήσεις που θα άρμοζαν σε ιερή τελετουργία έφτιαξε έναν ζεστό στιγμιαίο καφέ, γλυκό, με λίγο γάλα. Πάντα χειροποίητο, καθώς τα μηχανήματα ποτέ δεν πετύχαιναν παχύ αφρό ώστε – όπως συνήθιζε σχεδόν ιδιότροπα – να προσθέσει μια γερή δόση κανέλας. Κάθισε στον καναπέ, έκλεισε επιδεικτικά τα μάτια και γέμισε τα ρουθούνια του με την ευωδιά του εξαιρετικού μυρωδικού... Όπως έκανε πάντοτε κι εκείνη, σχεδόν ηδονικά, αφότου τη μύησε σε αυτόν τον παράξενο συνδυασμό...
Η διαπεραστική μυρωδιά της – σχεδόν εν βρασμώ – κανέλας κι η θύμηση του κοριτσιού τον οδήγησαν λίγες ώρες νωρίτερα. Όταν στον ακροτελεύτιο ύπνο είδε το κορίτσι σε ένα αλλοπρόσαλλο όνειρο: Έγραφε, λεει, το όνομα του με βότσαλα στην αμμουδιά, όπως είχε γράψει εκείνος το δικό της στην πραγματικότητα πριν από χρόνια. Εκείνος, όμως, προσπαθώντας να την αγγίξει, έσβηνε την παράξενη αυτή γραφή και το κορίτσι όλο προσπαθούσε κι εκείνος όλο λάθευε....
Προσπάθησε να θυμηθεί κάθε λεπτομέρεια του ονείρου, σαν να ήταν διφορούμενος χρησμός. Όταν ήταν παιδί και πάσχιζε να ερμηνεύσει τα όνειρα και τους ανθρώπους (το δεύτερο ακόμη το προσπαθούσε…), η μάνα του έλεγε πως η ξανθή γυναίκα είναι η Παναγία. «Για σκέψου… Η ίδια η Θεομήτωρ στον ύπνο ενός αμαρτωλού», σκέφτηκε χαμογελώντας, προσπαθώντας να διατηρήσει μια ικμάδα εφηβικής προκλητικότητας...
Δεν ήταν, βεβαίως, γέρος, αλλά ούτε κι έφηβος. Εκεί, λίγο μετά τα 30, όταν και μόνο η υποψία για την τελική και καθολική νίκη του χρόνου τρομάζει. Καιρό τώρα, ένιωθε σαν το στρατιώτη που έχει χάσει όλους του συμπολεμιστές του και μάχεται ανέλπιδα. μα θαρραλέα. να κρατήσει τις Θερμοπύλες μην εισβάλλει η απρέπεια…Μέχρι το προηγούμενο βράδυ, όταν εκείνη επέστρεψε αργά, αλλά σταθερά, με το λιμνίσιο βλέμμα της να εξαργυρώσει ανυποψίαστα σε μια νύχτα το λάφυρα του χρόνου και του έρωτα. Κι ίσως στην πυρά αυτής της ζεύξης, να κάψει δικούς της πόνους, δυσβάσταχτους για τον άνθρωπο. Ίσως και για το Θεό...
Άνοιξε τα μάτια ταραγμένος από το όνειρο και τα λόγια που διέρρηξαν τη σιωπή της νύχτας που πέρασε και τώρα μαστίγωναν τη σκέψη του. Λέξεις και ανάσες που για χρόνια έμειναν στοιβαγμένες σε υγρά βλέμματα, είχαν απελευθερωθεί σαν ατίθασοι άνεμοι από τον ασκό της μοίρας για να σαρώσουν τα πάντα... Λέξεις που κούρνιασαν κάποτε στα χαρακώματα των ημερών, αλλά ουδέποτε σβήστηκαν από την πλάτη του χρόνου... Ανάσες που ημέρεψαν σε ανέραστες νύχτες, αλλά ουδέποτε στέρεψαν... Λέξεις, ανάσες και μνήμες που κάποτε σίγησαν βίαια, έρχονταν τώρα να αποδείξουν την ίδια την ανάσταση... «Να με κρατάς» αντηχεί στα αυτιά του η επίκληση της νύχτας που ο πόθος επέστρεψε θριαμβευτής, ξορκίζοντας βεβαιότητες του παρελθόντος και του μέλλοντος.
Η έντονοι χτύποι της καρδιάς του τον αφυπνίζουν εκ νέου. Η μυρωδιά της κανέλας αποχωρεί σχεδόν οικειοθελώς και η ζαλάδα του πρώτου τσιγάρου αδυνατεί να εγκλωβίσει τη μνήμη. Θυμάται την προτεραιότητα του πρωινού: Ένα μήνυμα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή... Μια απόφαση... Μια νίκη ή μια ήττα ενάντια στον χρόνο, που τόλμησε να απλώσει την απροσπέλαστη πάχνη του πάνω από πάθη προικισμένα με ανεξίτηλη γραφή....
Ανασηκώνεται από τον καναπέ ανεξήγητα ράθυμα, λες και το σώμα του αρνείται να εκτελέσει τις επιτακτικές προσταγές της ψυχής. Οι χτύποι της καρδιάς του θυμίζουν ομοβροντία σε μάχη εκ προοιμίου χαμένη. Κοιτάζει τον υπολογιστή και θαρρεί πως συνεχώς απομακρύνεται, λες και το δωμάτιο μεγαλώνει. Όχι γενναιόδωρα εξαντλητικά όπως την προηγούμενη νύχτα, αλλά επικίνδυνα αποπνικτικά Απορεί, μα επιμένει. Δεν έχει χρόνο για χάσιμο. Πρέπει να μάθει την απόφαση της νύχτας. Πρέπει να φτάσει στο γραφείο και να ανοίξει τον υπολογιστή. Πρέπει να ξέρει εάν νίκησε το πεπρωμένο...
Κοντοστέκεται στην πολυθρόνα και το χέρι του πιάνεται αμήχανα στην άκρη του γραφείου σαν να ζητάει στήριγμα για όλες τις προσδοκίες και τα όνειρα του κόσμου. Η καρδιά του συνεχίζει να τροφοδοτεί με ανεξέλεγκτους παλμούς το σώμα του, όπως οι σφυγμοί τους που κατάφεραν να περάσουν λαθραία από τόσους ατέλειωτους μήνες για να ξαποστάσουν ένα ξημέρωμα Κυριακής του Οκτώβρη. Τα πλήκτρα του υπολογιστή περιμένουν τα δάχτυλα του, όπως το κορμί του κοριτσιού πριν από λίγες ώρες. Όταν σφάδαζαν αδιαμαρτύρητα στις παρυφές του καιρού και χλεύαζαν το πρέπον. Όταν αποδείκνυαν για προσωπική και μόνο χρήση ότι αρκεί ένα φως που διαπερνά το χρόνο ώστε να γίνουν θαύματα. Πρέπει να ανοίξει το διαολεμένο μηχάνημα...
Πιέζει το κουμπί της τροφοδοσίας, καθώς το δωμάτιο αρχίζει να σκοτεινιάζει, λες και ο Θεός αποφάσισε αυτήν την κρίσιμη στιγμή να απλώσει πάνω από το σπίτι του όλα τα σύννεφα της γης. Η οθόνη φωτίζεται και τον καλωσορίζει χαιρέκακα, καθώς οι χτύποι της καρδιάς του υποχωρούν ραγδαία. Δεν τον νοιάζει. Φτάνει που την άκουσε να χτυπάει εκείνη την προηγούμενη νύχτα, ελπιδοφόρα τυμπανοκρουσία του Θεού απέναντι στο ακατόρθωτο... Η οθόνη εμβολίζεται από μια ειδοποίηση. Το μήνυμα...
Δεν μπορεί πλέον να κρατηθεί όρθιος. Σωριάζεται στην καρέκλα του γραφείου και προσπαθεί να διακρίνει τα πλήκτρα που πρέπει ώστε να ανοίξει το ηλεκτρονικό μήνυμα... Τα χέρια του μουδιάζουν στο άγγιγμα του πληκτρολογίου, τα χείλη του και το στόμα του δεν έχουν πια καμία γεύση καφέ ή τσιγάρου. Κι όμως, έχει ακόμη τη γεύση της από την αδυσώπητη μάχη που έδωσαν πριν από λίγες ώρες. Τότε που μπόρεσε να γευτεί άπληστα την ίδια την κραυγή της ζωής.
Τα μάτια του έχουν αρχίσει να θολώνουν. Το μήνυμα είναι απ’ το κορίτσι... Σχεδόν τη βλέπει να κάθεται στο δικό της υπολογιστή και να πατάει το πλήκτρο για την αποστολή... Διάολε! Να μπορούσε να διακρίνει τι γράφει. Πρέπει να μάθει! Πρέπει να ξέρει εάν νίκησε το χρόνο! Δικαιούται να μάθει εάν μαζί νίκησαν το χρόνο! Έστω κι αν καταλαβαίνει το ύπουλο παιγνίδι του, πρέπει να μάθει εάν – έστω για μια και μοναδική νύχτα – του έβγαλε τη γλώσσα... Πρέπει να μάθει εάν νίκησαν το φόβο που κάποτε τους στέρησε το θαύμα...
«Καταραμένα γκρηκγκλις», σκέφτεται απεγνωσμένα, καθώς τα πάντα σκοτεινιάζουν. Κι ας θεωρούσε αστείρευτο το φως που τον τύλιξε πριν από μόλις λίγες ώρες, περασμένα μεσάνυχτα. Το κεφάλι του γέρνει στο πληκτρολόγιο, αλλά το βλέμμα του παραμένει καρφωμένο στην οθόνη. «Καταραμένα γκρηκγκλις», επαναλαμβάνει ασθμαίνοντας, καθώς τα βλέφαρα του χαμηλώνουν. Δεν προσπαθεί πια να διαβάσει το μήνυμα. Προσπαθεί, παρά το βαρύ πέπλο της ειρωνείας, να φανταστεί τα μάτια της... Αυτό το χρώμα θέλει να πάρει μαζί του από τη ζωή... Κι ας μη μάθει ποτέ την έκβαση της μάχης με το χρόνο. Αυτήν την ύστατη ώρα, του αρκεί που έστω και μια νύχτα, μετά από ατέλειωτες άλλες, τον κοιτούσε στα μάτια...
.....................................................................................................................
Ένα κορίτσι χαμογελάει πάναγνα μπροστά στον υπολογιστή και παραδίδεται με ψυχή και σώμα σε μια αγκαλιά που ποτέ δεν έκλεισε.... Ένας άνδρας, που έζησε με μέτρο το ακατόρθωτο και τα μάτια της, κείτεται εξαγνισμένος σ’ ένα γραφείο. Η οθόνη του υπολογιστή στέκει φωτεινή σαν πρωταγωνίστρια τραγωδίας στο μέσον της σκηνής... «Thelo na me kratas!!!» συλλαβίζει ένα μήνυμα... Ο κένσορας αναβοσβήνει με τον ίδιο ρυθμό που πάλλεται η καρδιά...